- ξανθόξυλο
- (xanthoxylo). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ρουτιδών με περίπου 150 είδη που ζουν στις τροπικές και παρατροπικές περιοχές του κόσμου. Είναι θάμνοι ή δέντρα φυλλοβόλα ή αειθαλή με διακλαδώσεις αγκαθωτές. Έχει φύλλα αντίθετα, φτερωτά, συνήθως τρίφυλλα και σπάνια απλά. Τα άνθη του πολύγαμα, μικρά με 3-8 σέπαλα, ανύπαρκτα πολλές φορές, και με ισάριθμα πέταλα και στήμονες. Ο καρπός είναι σύνθετος από 1-5 μικρές κάψες που η καθεμία έχει 1-2 μαύρα σπέρματα, που με την τριβή δίνουν ένα γλυκό άρωμα, το ίδιο τα φύλλα και ο φλοιός. Αυτό συμβαίνει γιατί οι άφθονοι εκκριματοφόροι θύλακες είναι πλούσιοι σε αιθέρια έλαια. Τα είδη του ξ. είναι άλλα κοσμητικά και άλλα φαρμακευτικά και ευδοκιμούν σε γόνιμα ηλιόλουστα εδάφη. Πολλαπλασιάζονται με σπορά με παραφυάδες ή μοσχεύματα ρίζας. Μερικά από τα διάφορα είδη του ξ. είναι ξ. το φτερωτό, ιθαγενές των Ιμαλαΐων, ξ. το πιπερώδες που ζει στην Ιαπωνία, το ξ. το αμερικανικό ιθαγενές της Βόρειας Αμερικής. Ο φλοιός του ξ. της Βουτράγκας θεωρείται αντιπυρετικός.
* * *τοβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας ρουτίδες, με 200 περίπου είδη ακανθωδών δένδρων και θάμνων, που έχουν αρωματικό φλοιό και αδενώδη φύλλα, αλλ. ζανθόξυλο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. xanthoxylum < νεολατ. xanthoxylum (< ξανθός + ξύλο). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τών Σχινά - Λεβαδέως].
Dictionary of Greek. 2013.